σπερματοζωάριο

σπερματοζωάριο
το, Ν
(ανατ.-φυσιολ.-βιολ.) ώριμο αρσενικό αναπαραγωγικό κύτταρο που χαρακτηρίζει το σπέρμα, αλλ. αρσ. γαμέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatozoon (< σπέρμα, -ατος + ζώον). Η λ., στον πληθ. σπερματοζωάρια, μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπερματοζωάριο — σπερματοζωάριο, το και σπερματόζωο, το και σπερματοζωίδιο, το το γεννητικό κύτταρο που υπάρχει στο σπέρμα του άντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • γεννητικά όργανα — Τα ανδρικά ή γυναικεία όργανα φύλου ή αναπαραγωγής, εσωτερικά και εξωτερικά. γεννητική οδός. Ομάδα οργάνων που συνθέτουν το ανδρικό ή γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα. γεννητικό κύτταρο. Σπερματοζωάριο ή ωάριο ή κύτταρο, που διχοτομείται για να… …   Dictionary of Greek

  • ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αγονιμοποίητος — η, ο [γονιμοποιώ] (για ζώα και φυτά) αυτός που δεν γονιμοποιήθηκε με τη γύρη, το σπερματοζωάριο κ.λπ., ο μη γονιμοποιημένος …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”